- ἀμφίον
- ἀμφίον, ου, τό,A = ἀμφίεσμα, S.Fr.420 (anap.), D.H.4.76, Sch.Arat. 1073 (pl.):
ἀμφία καὶ οἰκήσεις IG3.60
. (From ἀμφί, as ἀντίος from ἀντί; ἄμφιον acc. to Sch.D.T.p.196 H.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμφία καὶ οἰκήσεις IG3.60
. (From ἀμφί, as ἀντίος from ἀντί; ἄμφιον acc. to Sch.D.T.p.196 H.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἀμφίον' — Ἀμφίονα , Ἄμφιων masc acc sg Ἀμφίονι , Ἄμφιων masc dat sg Ἀμφίονε , Ἄμφιων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄμφιον — Ἄμφιος masc acc sg Ἄμφιων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμφια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 408 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * τα (Μ ἄμφια) (ΑΜ και ἄμφιον και ἀμφίον, το) 1. επίσημη ιερατική στολή, καθιερωμένη για τις ιεροτελεστίες 2. τα… … Dictionary of Greek
ρακάμφιος — ον, Μ (ως προσωνυμία ενός μοναχού) ρακένδυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + ἄμφιον] … Dictionary of Greek